πειθώ στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για πειθώ στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά

4. heavy (weighty, ponderous) μτφ:

5. heavy (abundant):

πειθώ στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για πειθώ στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά

Βρετανικά Αγγλικά

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Αγγλικά
The area is currently the site of significant heavy crude oil and natural gas production.
en.wikipedia.org
Heavy crude oil/bitumen are fluids with high viscosity, especially at low temperatures.
en.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "πειθώ" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski