I.court [αμερικ kɔrt, βρετ kɔːt] ΟΥΣ
1.2. court ΝΟΜ:
- προσδιορ an out-of-court settlement
2.1. court (of sovereign):
- corte θηλ
3. court ΑΘΛ:
II.court [αμερικ kɔrt, βρετ kɔːt] ΡΉΜΑ μεταβ
1. court (woo) girl:
- court παρωχ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.