I. smagliato [zmaʎˈʎato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
smagliato → smagliare
II. smagliato [zmaʎˈʎato] ΕΠΊΘ
I. smagliare [zmaʎˈʎare] ΡΉΜΑ μεταβ
II. smagliarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. smagliarsi calze, collant:
2. smagliarsi ΙΑΤΡ:
- smagliarsi pelle:
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.