στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. sfasciato [sfaʃˈʃato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
sfasciato → sfasciare
II. sfasciato [sfaʃˈʃato] ΕΠΊΘ
I. sfasciare2 [sfaʃˈʃare] ΡΉΜΑ μεταβ
II. sfasciarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. sfasciarsi (distruggersi):
2. sfasciarsi (andare in rovina):
- sfasciarsi μτφ
-
- sfasciarsi μτφ
-
3. sfasciarsi (ingrassare, perdere la forma):
-
- sfasciato
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.