στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. riavvolgere [riavˈvɔldʒere] ΡΉΜΑ μεταβ
1. riavvolgere (arrotolare di nuovo):
II. riavvolgersi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. riavvolgersi (riarrotolarsi):
- riavvolgersi fascia, filo:
-
- riavvolgersi fascia, filo:
-
- riavvolgersi cassetta, film, nastro:
-
- riavvolgersi cassetta, film, nastro:
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.