στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. radicato [radiˈkato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
radicato → radicare
II. radicato [radiˈkato] ΕΠΊΘ μτφ
II. radicare [radiˈkare] ΡΉΜΑ αμετάβ βοηθ ρήμα essere
- ingrained habit, prejudice, tendency
-
- inbuilt trait, belief
-
- entrenched opinion, idea
-
- entrenched tradition
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.