στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. radicale [radiˈkale] ΕΠΊΘ
1. radicale ΒΟΤ:
2. radicale ΜΑΘ:
- radicale
-
3. radicale (drastico) μτφ:
4. radicale ΠΟΛΙΤ:
- radicale partito, deputato, opposizione
-
5. radicale ΓΛΩΣΣ:
- radicale sillaba, vocale
-
II. radicale [radiˈkale] ΟΥΣ αρσ θηλ ΠΟΛΙΤ
- radicale
-
στο λεξικό PONS
-
- radicale αρσ
-
- radicale αρσ θηλ
- radical change, idea
- radicale
-
- cambiamento αρσ radicale
-
- cambiamento αρσ radicale
- thoroughgoing reform
- radicale
- drastic change
- radicale
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.