I. piccato [pikˈkato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
piccato → piccarsi
piccarsi [pikˈkarsi] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. piccarsi (pretendere):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.