στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
ininterrotto [ininterˈrotto] ΕΠΊΘ
- seamless transition
-
- unremitting fight, struggle
-
- continuous growth, flow, decline, noise
-
- unbroken series, sequence, view
-
στο λεξικό PONS
ininterrotto (-a) [in·in·ter·ˈrot·to] ΕΠΊΘ (serie, flusso)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.