στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
uninterrupted [βρετ ˌʌnɪntəˈrʌptɪd, αμερικ ˌənˌɪn(t)əˈrəptəd] ΕΠΊΘ
- uninterrupted
-
- uninterrupted
-
-
- uninterrupted
- continuo rumore, flusso, crescita, declino
- uninterrupted
στο λεξικό PONS
uninterrupted [ʌn·ˌɪn·tər·ˈʌp·tɪd] ΕΠΊΘ
- uninterrupted
-
- ininterrotto (-a)
- uninterrupted
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.