στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. imparentato [imparenˈtato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
imparentato → imparentare
II. imparentato [imparenˈtato] ΕΠΊΘ
- imparentato persona, famiglia
-
- imparentato persona, famiglia
- cognate con: to
- imparentato tribù, lingua
-
στο λεξικό PONS
imparentato (-a) [im·pa·ren·ˈta:·to] ΕΠΊΘ (famiglia, persona)
- imparentato (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.