στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. cognate [βρετ ˈkɒɡneɪt, αμερικ ˈkɑɡˌneɪt] ΟΥΣ
1. cognate ΓΛΩΣΣ:
- cognate
-
II. cognate [βρετ ˈkɒɡneɪt, αμερικ ˈkɑɡˌneɪt] ΕΠΊΘ
- cognate
-
- imparentato persona, famiglia
- cognate con: to
- affine lingue
- cognate
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.