Oxford Spanish Dictionary
I. cognate [αμερικ ˈkɑɡˌneɪt, βρετ ˈkɒɡneɪt] ΕΠΊΘ
- cognate
-
- cognate
-
- cognate ΓΛΩΣΣ
-
- cognate with sth
-
II. cognate [αμερικ ˈkɑɡˌneɪt, βρετ ˈkɒɡneɪt] ΟΥΣ ΓΛΩΣΣ
- cognate
- cognado αρσ
στο λεξικό PONS
cognate [ˈkɒgneɪt, αμερικ ˈkɑ:g-] ΕΠΊΘ
- cognate
-
cognate [ˈkag·neɪt] ΕΠΊΘ
- cognate
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.