Oxford Spanish Dictionary
cognitive [αμερικ ˈkɑɡnədɪv, βρετ ˈkɒɡnɪtɪv] ΕΠΊΘ
cognitive powers/process/learning:
- cognitive
-
- cognitive (behavioral) therapy
-
cognitive psychology ΟΥΣ U
- cognitive psychology
-
cognitive scientist ΟΥΣ
- cognitive scientist
- cognitivista αρσ θηλ
- cognitivo (cognitiva)
- cognitive
- cognoscitivo (cognoscitiva)
- cognitive
-
- cognitive
-
- cognitive theory
-
- cognitive scientist
στο λεξικό PONS
cognitive psychology ΟΥΣ χωρίς πλ
- cognitive psychology
-
- cognitivo (-a)
- cognitive
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.