στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
edilizio <πλ edilizi, edilizie> [ediˈlittsjo, tsi, tsje] ΕΠΊΘ
- regolamento edilizio
-
- complesso edilizio
-
- settore edilizio
-
- associazione di credito edilizio
-
- condono edilizio
-
- abusivismo edilizio
-
- condono edilizio
-
στο λεξικό PONS
edilizio (-a) <-i, -ie> [e·di·ˈlit·tsio] ΕΠΊΘ (condono, regolamento, speculazione)
- edilizio (-a)
-
- abusivismo edilizio
-
- condono edilizio
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- condono edilizio
- abusivismo edilizio