στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
chimica [ˈkimika] ΟΥΣ θηλ
1. chimica (scienza):
- chimica
-
- esperimento, laboratorio, corso di chimica
-
2. chimica:
- chimica ΣΧΟΛ, ΠΑΝΕΠ
-
I. chimico <πλ chimici, chimiche> [ˈkimiko] ΕΠΊΘ
-
- chimica θηλ
-
- composizione θηλ chimica
- chemical equipment
-
-
- chimica θηλ inorganica
-
- ingegneria θηλ chimica
στο λεξικό PONS
chimica <-che> [ˈki:·mi·ka] ΟΥΣ θηλ
- chimica
-
I. chimico (-a) <-ci, -che> [ˈki:·mi·ko] ΕΠΊΘ (analisi, processo, reazione)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.