στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. chemical [βρετ ˈkɛmɪk(ə)l, αμερικ ˈkɛmək(ə)l] ΕΠΊΘ
- chemical process, reaction, experiment, industry, substance, formula
-
- chemical equipment
-
chemical tanker [ˈkemɪklˌtæŋkə(r)] ΟΥΣ
- chemical tanker
- chimichiera θηλ
chemical plant ΟΥΣ
- chemical plant
-
chemical engineering [βρετ, αμερικ ˈkɛməkəl ˌɛndʒəˈnɪ(ə)rɪŋ] ΟΥΣ
- chemical engineering
-
-
- chemical crystallography
-
- chemical tanker
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.