Oxford Spanish Dictionary
I. chemical [αμερικ ˈkɛmək(ə)l, βρετ ˈkɛmɪk(ə)l] ΟΥΣ C or U
II. chemical [αμερικ ˈkɛmək(ə)l, βρετ ˈkɛmɪk(ə)l] ΕΠΊΘ
- chemical
-
chemical engineering ΟΥΣ U
- chemical engineering
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.