στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia


organic [βρετ ɔːˈɡanɪk, αμερικ ɔrˈɡænɪk] ΕΠΊΘ
1. organic (not artificial):
2. organic (of body or plant):
- organic substance, disease, society
-
3. organic (integral):
- organic part
-
- organic development
-
- organic, chemical fertilizer
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.