στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
autoritario <πλ autoritari, autoritarie> [autoriˈtarjo, ri, rje] ΕΠΊΘ
autoritario tono, atteggiamento, voce:
στο λεξικό PONS
autoritario (-a) <-i, -ie> [au·to·ri·ˈta:·rio] ΕΠΊΘ
- autoritario (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.