στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
manageriale [manadʒeˈrjale] ΕΠΊΘ
manageriale capacità, doti, gestione:
- manageriale
-
- stile manageriale
-
- managerial experience
- manageriale
-
- stile αρσ manageriale
στο λεξικό PONS
manageriale [ma·na·dʒe·ˈria:·le] ΕΠΊΘ (attività, criterio)
- manageriale
-
-
- manageriale
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- mammo
- mammografia
- mammografico
- mammola
- Mammolo
- manageriale
- managerialità
- manata
- manato
- manca
- mancamento