στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
masterful [βρετ ˈmɑːstəfʊl, ˈmɑːstəf(ə)l, αμερικ ˈmæstərfəl] ΕΠΊΘ
1. masterful (dominating):
- masterful person
-
2. masterful (skilled, masterly):
- masterful person
-
- masterful technique
-
στο λεξικό PONS
masterful [ˈmæs·tɚ·fəl] ΕΠΊΘ
1. masterful (authoritative):
- masterful
- autoritario, -a
2. masterful (skillful):
- masterful
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.