στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
peremptory [βρετ pəˈrɛm(p)t(ə)ri, αμερικ pəˈrɛm(p)t(ə)ri] ΕΠΊΘ
- peremptory
-
- peremptory
-
-
- peremptory
- perentorio prova, argomento
- peremptory
- perentorio termine, risposta, ordine
- peremptory
-
- peremptory
- imperioso persona, tono, voce, aria
- peremptory
στο λεξικό PONS
peremptory [pə·ˈremp·tə·ri] ΕΠΊΘ
1. peremptory:
2. peremptory ΝΟΜ:
- peremptory
- perentorio, -a
- perentorio (-a)
- peremptory
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.