Oxford Spanish Dictionary
peremptory [αμερικ pəˈrɛm(p)t(ə)ri, βρετ pəˈrɛm(p)t(ə)ri] ΕΠΊΘ
1. peremptory:
- peremptory person/manner
-
- peremptory person/manner
-
- peremptory order/tone
-
- peremptory order/tone
-
2. peremptory ΝΟΜ:
- peremptory
-
- peremptory plea
-
στο λεξικό PONS
peremptory [pəˈremptəri] ΕΠΊΘ
1. peremptory:
2. peremptory ΝΟΜ:
- peremptory
- perentorio, -a
- perentorio (-a)
- peremptory λογοτεχνικό
peremptory [pə·ˈremp·tə·ri] ΕΠΊΘ
1. peremptory:
2. peremptory ΝΟΜ:
- peremptory
- perentorio, -a
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.