στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
magisterial [βρετ ˌmadʒɪˈstɪərɪəl, αμερικ ˌmædʒəˈstɪriəl] ΕΠΊΘ
1. magisterial (authoritative):
- magisterial
-
2. magisterial ΝΟΜ:
- magisterial office, duties
-
-
- magisterial
στο λεξικό PONS
magisterial [ˌmæ·dʒɪ·ˈstɪ·ri·əl] ΕΠΊΘ τυπικ
1. magisterial (having complete authority):
- magisterial
-
2. magisterial (imperious):
- magisterial tone, way
- autoritario, -a
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.