mag·is·te·rial [ˌmæʤɪˈstɪəriəl, αμερικ -ˈstɪr-] ΕΠΊΘ τυπικ
1. magisterial (authoritative):
2. magisterial μειωτ (domineering):
3. magisterial αμετάβλ (of a magistrate):
- magisterial office, robes
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.