στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. arricciato [arritˈtʃato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
arricciato → arricciare
II. arricciato [arritˈtʃato] ΕΠΊΘ
III. arricciato [arritˈtʃato] ΟΥΣ αρσ ΟΙΚΟΔ
- arricciato
-
I. arricciare [arritˈtʃare] ΡΉΜΑ μεταβ
1. arricciare (rendere riccio):
2. arricciare (increspare):
II. arricciarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
2. arricciarsi (diventare riccio):
- arricciarsi capelli:
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.