στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. appresso [apˈprɛsso] ΕΠΊΡΡ
3. appresso:
στο λεξικό PONS
I. appresso [ap·ˈprɛs·so] ΕΠΊΡΡ
II. appresso [ap·ˈprɛs·so] ΠΡΌΘ (dietro)
III. appresso <inv> [ap·ˈprɛs·so] ΕΠΊΘ (dopo)
- appresso
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.