στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia


I. affaticato [affatiˈkato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
affaticato → affaticare
II. affaticato [affatiˈkato] ΕΠΊΘ (stanco, che mostra stanchezza)
I. affaticare [affatiˈkare] ΡΉΜΑ μεταβ
1. affaticare:
2. affaticare cavallo:
II. affaticarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. affaticarsi (stancarsi):
2. affaticarsi (sforzarsi):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.