Oxford Spanish Dictionary
verbo impersonal ΟΥΣ αρσ
impersonal ΕΠΊΘ
1. impersonal relación:
2. impersonal verbo:
verbo ΟΥΣ αρσ
2. verbo (lenguaje):
στο λεξικό PONS
impersonal ΕΠΊΘ tb. ΓΛΩΣΣ
impersonal [im·per·so·ˈnal] ΕΠΊΘ tb. ΓΛΩΣΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.