Oxford Spanish Dictionary
I. auxiliary [αμερικ ɔɡˈzɪljəri, ɔɡˈzɪl(ə)ri, βρετ ɔːɡˈzɪlɪəri, ɒɡˈzɪlɪəri] ΕΠΊΘ
- auxiliary
-
II. auxiliary <pl auxiliaries> [αμερικ ɔɡˈzɪljəri, ɔɡˈzɪl(ə)ri, βρετ ɔːɡˈzɪlɪəri, ɒɡˈzɪlɪəri] ΟΥΣ
1.1. auxiliary (helper, additional person):
1.2. auxiliary <auxiliaries, pl > ΣΤΡΑΤ:
- auxiliary
-
στο λεξικό PONS
I. auxiliary <-ies> [ɔ:gˈzɪliəri, αμερικ ɑ:gˈzɪljri] ΟΥΣ
I. auxiliary <-ies> [ɔg·ˈzɪl·jə·ri] ΟΥΣ
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
-
- auxiliary device
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.