Oxford Spanish Dictionary
verbo intransitivo ΟΥΣ αρσ
intransitivo (intransitiva) ΕΠΊΘ
- intransitivo (intransitiva)
-
verbo ΟΥΣ αρσ
2. verbo (lenguaje):
στο λεξικό PONS
intransitivo (-a) ΕΠΊΘ ΓΛΩΣΣ
- intransitivo (-a)
-
intransitivo (-a) [in·tran·si·ˈti·βo, -a] ΕΠΊΘ ΓΛΩΣΣ
- intransitivo (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.