Oxford Spanish Dictionary
impersonal [αμερικ ˌɪmˈpərs(ə)n(ə)l, βρετ ɪmˈpəːs(ə)n(ə)l] ΕΠΊΘ
1. impersonal atmosphere/building/manner:
- impersonal
- impersonal
2. impersonal ΓΛΩΣΣ:
- impersonal
- impersonal
στο λεξικό PONS
impersonal [ˌɪmˈpɜ:sənl, αμερικ -ˈpɜ:r-] ΕΠΊΘ a. ΓΛΩΣΣ
- impersonal
- impersonal
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.