στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
impersonal [βρετ ɪmˈpəːs(ə)n(ə)l, αμερικ ˌɪmˈpərs(ə)n(ə)l] ΕΠΊΘ
1. impersonal (objective, cold):
- impersonal
-
2. impersonal ΓΛΩΣΣ:
- impersonal verb
-
- impersonale atmosfera, stile, arredamento
- impersonal
- impersonale verbo
- impersonal
- anonimo stile, ambiente
- impersonal
-
- impersonal (verb)
στο λεξικό PONS
impersonal [ˌɪm·ˈpɜ:r·sə·nl] ΕΠΊΘ a. ΓΛΩΣΣ
- impersonal
-
-
- impersonal
-
- impersonal
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.