Oxford Spanish Dictionary
saleroso (salerosa) ΕΠΊΘ
saleroso → salado
salado (salada) ΕΠΊΘ
1.1. salado ΜΑΓΕΙΡ (con sal):
1.2. salado ΜΑΓΕΙΡ [ ser] (no dulce):
2.1. salado [ser] οικ persona (gracioso):
3. salado [ser] CSur οικ (caro):
4.1. salado [ser] λατινοαμερ οικ (desafortunado):
στο λεξικό PONS
saleroso (-a) ΕΠΊΘ οικ
- saleroso (-a) (encantador)
-
saleroso (-a) [sa·le·ˈro·so, -a] ΕΠΊΘ οικ
- saleroso (-a) (encantador)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.