Oxford Spanish Dictionary
legítimo1 (legítima) ΕΠΊΘ
1.1. legítimo:
1.2. legítimo gobierno/representante:
- legítimo (legítima)
-
1.3. legítimo derechos/reclamación:
hijo legítimo (hija legítima) ΟΥΣ αρσ (θηλ) m
στο λεξικό PONS
legítimo (-a) ΕΠΊΘ
3. legítimo (hijo):
- legítimo (-a)
-
legítimo (-a) [le·ˈxi·ti·mo, -a] ΕΠΊΘ
3. legítimo (hijo):
- legítimo (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.