Oxford Spanish Dictionary
casero1 (casera) ΕΠΊΘ
1. casero:
casero2 (casera) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
2.1. casero Χιλ (cliente):
2.2. casero Χιλ (vendedor):
- casero (casera)
- storekeeper αμερικ
- casero (casera)
- shopkeeper βρετ
στο λεξικό PONS
I. casero (-a) ΕΠΊΘ
industria ΟΥΣ θηλ
I. casero (-a) [ka·ˈse·ro, -a] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.