Oxford Spanish Dictionary
espectador (espectadora) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. espectador:
στο λεξικό PONS
espectador(a) ΟΥΣ αρσ(θηλ)
espectador(a) [es·pek·ta·ˈdor, -·ˈdo·ra] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.