Oxford Spanish Dictionary
conflictivo (conflictiva) ΕΠΊΘ
1. conflictivo (problemático):
2. conflictivo (bélico):
3. conflictivo (polémico):
στο λεξικό PONS
- sensitive age
- conflictivo, -a
- sensitive age
- conflictivo, -a
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.