Oxford Spanish Dictionary
amarillo1 (amarilla) ΕΠΊΘ
1.1. amarillo color/blusa:
1.2. amarillo modificado por otro adj: αμετάβλ:
prensa ΟΥΣ θηλ
1.1. prensa ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ:
1.2. prensa (imprenta):
1.3. prensa (periodistas):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.