βγάλθ-
βγάλθ- s. βγάζω
I. βγά|ζω <-λα, -λθηκα, -λμένος> [ˈvɣazɔ] VERB μεταβ
1. βγάζω (μέσα από κάτι):
2. βγάζω (πηγαίνω έξω):
3. βγάζω (για περίπατο ή διασκέδαση):
4. βγάζω (αφαιρώ):
5. βγάζω (ρούχα και παρόμοια):
6. βγάζω (αναδίνω):
8. βγάζω (για εργοστάσιο: παράγω):
9. βγάζω (κερδίζω):
10. βγάζω (δημοσιεύω):
11. βγάζω (ονομάζω):
ιδιωτισμοί:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.