mochte [ˈmɔxtə]
mochte απλ παρελθ von mögen
I. mögen <mag/möchte, mochte, gemocht> [ˈmøːgən] VERB μεταβ
II. mögen <mag/möchte, mochte, gemocht> [ˈmøːgən] VERB βοηθ ρήμα έγκλ
1. mögen (Wunsch):
2. mögen (Vermutung):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- ich möchte klarstellen, dass …
- abschließend möchte ich sagen …
- ich möchte mich nicht aufdrängen
- möchte vielleicht irgendjemand ein Bier?