I. geschliffen [gəˈʃlɪfən] ΡΉΜΑ
geschliffen μετ παρακειμ von schleifen²
I. schleifen1 [ˈʃlaɪfən] ΡΉΜΑ μεταβ +haben
1. schleifen (ziehen):
2. schleifen χιουμ οικ (zum Mitkommen überreden):
3. schleifen ΙΣΤΟΡΊΑ:
II. schleifen1 [ˈʃlaɪfən] ΡΉΜΑ αμετάβ
2. schleifen +haben o sein (gleiten):
ιδιωτισμοί:
- etw schleifen lassen (schleifenlassen) οικ
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.