στο λεξικό PONS
An·lei·he <-, -n> ΟΥΣ θηλ
1. Anleihe ΧΡΗΜΑΤΟΠ (Kredit):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
unkündbare nachrangige Anleihe phrase ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
unkündbar ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
unkündbar ΕΠΊΘ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
unkündbar ΕΠΊΘ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Unkraut
- Unkrautbekämpfung
- Unkrautbekämpfungsmittel
- Unkrautvernichter
- Unkrautvertilgungsmittel
- unkündbare nachrangige Anleihe
- Unkündbarkeit
- unkundig
- unlängst
- unlauter
- Unlauterkeitsrecht