στο λεξικό PONS
un·be·wegt [ˈʊnbəve:kt] ΕΠΊΘ
1. unbewegt (glatt):
2. unbewegt → unbeweglich
un·be·weg·lich [ˈʊnbɛve:klɪç] ΕΠΊΘ
1. unbeweglich (starr):
2. unbeweglich (unveränderlich):
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.