στο λεξικό PONS
tief·ge·stellt ΕΠΊΘ αμετάβλ
- tiefgestelltes Zeichen ΤΥΠΟΓΡ
-
In·dex <-[es], -e [o. Indizes]> [ˈɪndɛks, πλ ˈɪnditse:s] ΟΥΣ αρσ
2. Index (statistischer Messwert):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
tiefgestellter Index phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Tiefflug
- tieffrieren
- Tiefgang
- Tiefgarage
- tiefgefrieren
- tiefgestellter Index
- tiefgläubig
- tief greifend
- tiefgreifend
- tiefgründig
- Tiefkühlbereich