sott [zɔt]
sott παρατατ von sieden
sie·den <siedet, siedete [o. sott], Perfekt bes. : gesiedet, Passiv, προσδιορ bes. : gesotten> [ˈzi:dn̩] ΡΉΜΑ αμετάβ
sie·den <siedet, siedete [o. sott], Perfekt bes. : gesiedet, Passiv, προσδιορ bes. : gesotten> [ˈzi:dn̩] ΡΉΜΑ αμετάβ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.