I. kalt·blü·tig [kaltbly:tɪç] ΕΠΊΘ
1. kaltblütig (emotionslos):
2. kaltblütig (skrupellos):
II. kalt·blü·tig [kaltbly:tɪç] ΕΠΊΡΡ
1. kaltblütig (ungerührt):
2. kaltblütig (skrupellos):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.