I. un·vor·sich·tig [ˈʊnfo:ɐ̯zɪçtɪç] ΕΠΊΘ
II. un·vor·sich·tig [ˈʊnfo:ɐ̯zɪçtɪç] ΕΠΊΡΡ
1. unvorsichtig (unbedacht):
- sich αιτ unvorsichtig äußern
-
2. unvorsichtig (nicht vorsichtig):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.