στο λεξικό PONS
Ri·si·ko·ana·ly·se <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Eu·ro·an·lei·he <-, -n> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Ri·si·ko·ab·si·che·rung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Ri·si·ko·ab·wäl·zung ΟΥΣ θηλ
Ri·si·ko·ab·wä·gung ΟΥΣ θηλ
Ri·si·ko·aus·gleich <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ kein πλ ΟΙΚΟΝ
1. Risikoausgleich (Zuschlag für risikoreiches Arbeiten):
2. Risikoausgleich (zusätzliches Versicherungsentgelt):
Ri·si·ko·aus·schluss <-es, -schlüsse> ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Ri·si·ko·auf·schlag <-(e)s, -schläge> ΟΥΣ αρσ ΝΟΜ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
EU-Staatsanleihe ΟΥΣ θηλ ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Risikoablehnung ΟΔ ΑΣΦ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.